Ιμπρεσιονισμός

Ο Ιμπρεσιονισμός είναι καλλιτεχνικό ρεύμα που αναπτύχθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Αν και αρχικά καλλιεργήθηκε στο χώρο της ζωγραφικής, επηρέασε τόσο τη λογοτεχνία όσο και τη μουσική. Ο όρος Ιμπρεσιονισμός (Impressionism) πιθανόν προήλθε από το έργο του Κλωντ Μονέ Impression, Sunrise. Κύριο χαρακτηριστικό του ιμπρεσιονισμού στη ζωγραφική είναι τα ζωντανά χρώματα (κυρίως με χρήση των βασικών χρωμάτων), οι συνθέσεις σε εξωτερικούς χώρους, συχνά υπό ασυνήθιστες οπτικές γωνίες και η έμφαση στην αναπαράσταση του φωτός. Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι θέλησαν να αποτυπώσουν την άμεση εντύπωση (impression) που προκαλεί ένα αντικείμενο ή μια καθημερινή εικόνα

Ο Ιμπρεσιονισμός αναπτύχθηκε στη Γαλλία και ειδικότερα στην περίοδο της αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα Γ', σε μια εποχή που η Ακαδημία Καλών Τεχνών καθόριζε με τρόπο απόλυτο τα όρια της τέχνης. Συγκεκριμένα η Ακαδημία υπαγόρευε όχι μόνο τη θεματολογία (στη ζωγραφική κυρίως ιστορικά, θρησκευτικά θέματα και πορτραίτα) αλλά και τις τεχνικές που όφειλαν να ακολουθούν οι ζωγράφοι της εποχής (συντηρητικά χρώματα, αφανείς πινελιές), με απώτερο στόχο την απομόνωση του θέματος από την ιδιαίτερη προσωπικότητα και ιδιοσυγκρασία του δημιουργού. Ο Ιμπρεσιονισμός θεωρείται πως ξεκίνησε ουσιαστικά από τρεις μαθητές του ζωγράφου Μαρκ Γκλαίρ (Mark Gleyre), τους Κλωντ Μονέ, Πιέρ Ογκύστ Ρενουάρ και Άλφρεντ Σίσλευ, οι οποίοι συνδέονταν μεταξύ τους φιλικά. Η μικρή αυτή αρχική ομάδα, επεκτάθηκε σταδιακά με την προσθήκη και άλλων ζωγράφων όπως του Εντουάρ Μανέ και του Έντγκαρ Ντεγκά.

H ομάδα των ιμπρεσιονιστών αρνείτο τους περιορισμούς της Ακαδημίας αλλά ταυτόχρονα απέρριπτε και τον ρομαντισμό, ο οποίος εστίαζε υπερβολικά στο συναίσθημα. Η πρώτη δημόσια έκθεση ιμπρεσιονιστικού έργου πρέπει να αποτέλεσε ετήσια έκθεση της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Η Ακαδημία διοργάνωνε έκθεση έργων με απονομή βραβείων, στην οποία συμμετείχαν μόνο έργα που είχαν γίνει αποδεκτά από ειδική επιτροπή και τα οποία προφανώς ακολουθούσαν την επιβαλλόμενη τεχνοτροπία. Το 1863 η επιτροπή αυτή απέρριψε τον πίνακα Le dejeuner sur l'herbe (ελλ. μφ. Γεύμα πάνω στη χλόη) του Εντουάρ Μανέ, με την αιτιολογία ότι περιείχε ένα γυμνό γυναικείο σώμα, κάτι που ήταν αποδεκτό μόνο σε αλληγορίες, όχι όμως σε θέματα από την καθημερινότητα. Την ίδια χρονιά ωστόσο καθιερώθηκε παράλληλη έκθεση που περιείχε όλα τα έργα που είχαν απορριφθεί από την επιτροπή, με αποτέλεσμα να εκτεθεί δημόσια και το έργο του Μανέ. Το γεγονός αυτό συνέβη έπειτα από παρέμβαση του ίδιου του Ναπολέοντα. Τα απορριφθέντα έργα μπορούσαν έτσι να τεθούν στην κρίση του κοινού, χωρίς ωστόσο να μπορούν να τιμηθούν με κάποιο έπαθλο. Την επόμενη χρονιά, το 1874 η ομάδα των ιμπρεσιονιστών διοργάνωσε δική της έκθεση, η οποία αντιμετώπισε την αυστηρή και σκωπτική κριτική. Ο ζωγράφος και κριτικός Λουί Λερουά ονόμασε την έκθεση αυτή "Η Έκθεση των Ιμπρεσιονιστών", γεγονός που πιθανόν καθιέρωσε και τον όρο "Ιμπρεσιονισμός".

Εντγκάρ Ντεγκά




Γεννήθηκε στο Παρίσι, γιος τραπεζίτη, του Ογκύστ, και της Σελεστίν. Στα 13 χάνει τη μητέρα του, κάτι που για τον ίδιο ήταν προσωπική τραγωδία, και στα 21, μετά από ολιγόχρονες σπουδές νομικής, μπαίνει στη Σχολή Καλών Τεχνών και παίρνει τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής από τον Λουί Λαμότ, παλιό μαθητή του Ενγκρ. Ένα χρόνο μετά γνωρίζει τον ίδιο τον Ενγκρ και την επόμενη χρονιά, πηγαίνει στην Ιταλία να μελετήσει ζωγράφους της Αναγέννησης. Επισκέπτεται τη Φλωρεντία, τη Νάπολι και τη Ρώμη.
Το 1859 επιστρέφει στο Παρίσι κι ανοίγει ατελιέ. 3 χρόνια μετά γνωρίζει τον Εντουάρ Μανέ, κι επηρεασμένος εντάσσεται στον Ιμπρεσσιονισμό. Το 1870 ξεσπά ο γαλλοπρωσσικός πόλεμος κι επιστρατεύεται για να υπηρετήσει στο πυροβολικό, όπου άρχισε να αναπτύσσει πρόβλημα όρασης. 2 χρόνια μετά πάει στη Νέα Ορλεάνη για να επισκεφτεί συγγενείς κι επιστρέφει μετά από ένα χρόνο. Το 1874 πεθαίνει ο πατέρας του, κληρονομώντας του πολλά χρέη, κι έτσι αναγκάζεται να πουλήσει μεγάλο μέρος απ' τη συλλογή του. Το 1880 κερδίζει το σεβασμό και τη καταξίωση όλου του παριζιάνικου καλλιτεχνικού κόσμου.
Από την εποχή εκείνη και ύστερα, καθώς η όρασή του χειροτέρευε, ο Ντεγκά στράφηκε προς τη γλυπτική και τα παστέλ, που δεν απαιτούσαν οξεία όραση. Το 1908, η όρασή του χειροτερεύει και σταματά οριστικά να ασχολείται με την τέχνη. Του κάνουν έξωση από το σπίτι του, και παρά το γεγονός ότι βρέθηκε καινούργιο στούντιο, αυτός συνέχισε να τριγυρνά στους δρόμους του Παρισιού σαν τυφλός Όμηρος. 4 χρόνια μετά, το Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης αγοράζει το έργο του "Μπαλλαρίνες" ξοδεύοντας ποσό αστρονομικό για την εποχή, και μάλιστα για Ιμπρεσσιονιστικό πίνακα. Το 1917 πεθαίνει στο Παρίσι, στις 27 Σεπτεμβρίου, σε ηλικία 83 ετών. Τη σορό του συνοδεύουν ο Κλώντ Μονέ κι ο Ζαν Λουΐ Φορέν, μεταξύ άλλων.





Περισσότεροι πίνακες



Kλωντ Μονέ





Γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 14 Νοεμβρίου του 1840. Ο πατέρας του, ήταν εύπορος έμπορος της εποχής, που διακινούσε προμήθειες πλοίων. Το 1845, η οικογένεια του μετακόμισε στη Χάβρη, που αποτελούσε σημαντικό λιμάνι, στις όχθες του Σηκουάνα. Το 1858 γνωρίστηκε με τον Ευγένιο Μπουτίν, ο οποίος αποτέλεσε έναν από τους πρώτους δασκάλους του Μονέ και τον ενθάρρυνε να ζωγραφίσει την ύπαιθρο, σύνηθες θέμα για ζωγράφους εκείνης της περιόδου. Τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι όπου συνέχισε τις σπουδές του στην Ελβετική Ακαδημία (Academie Suisse) και ήρθε σε επαφή με έργα σημαντικών ζωγράφων επισκεπτόμενος το μουσείου του Λούβρου. Παράλληλα, γνώρισε τον Καμίλ Πιζάρο και τον Γκουστάβ Κουρμπέ. Την περίοδο 1860-1862, επιστρατεύτηκε και ταξίδευσε στην Αλγερία. Λόγω προβλήματος της υγείας του, κατάφερε να απολυθεί από το στρατό περίπου το 1862, ενώ σημαντικό ρόλο σε αυτό φαίνεται πως διαδραμάτισε και η θεία του, η οποία μάλιστα υποχρέωσε τον Μονέ να παρακολουθήσει μαθήματα ζωγραφικής σε κάποιο πανεπιστήμιο. Ο ίδιος ο Μονέ, απέφυγε να εγγραφεί σε κάποιο πανεπιστήμιο, ωστόσο παρακολούθησε μαθήματα, για περίπου δύο χρόνια, στο ατελιέ του Σαρλ Γκλαίρ (Charles Gleyre), όπου συνδέθηκε φιλικά και με τους Ρενουάρ, Μπαζίλ και Άλφρεντ Σίσλευ. Ο τελευταίος μάλιστα, απεικονίζεται σε όλες τις μορφές τού πίνακά του "Πικ-Νικ". Πέρα από τη φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους, μοιράζονταν κοινές ιδέες για τη ζωγραφική, οι οποίες αργότερα θα μετουσιώνονταν στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Impression, soleil levant, 1872, ελαιογραφία 48 x 63 εκ - Μουσείο Marmottan, Παρίσι. Το 1870 παντρεύτηκε τη Καμίλ Ντονσιέ, με την οποία συζούσαν και είχανε ήδη ένα γιο, τον Ζαν. Κατά τη διάρκεια του Γαλλο-Πρωσικού πολέμου βρήκε καταφύγιο στο Λονδίνο, προκειμένου να αποφύγει τη στράτευση. Την επόμενη χρονιά επέστρεψε στη Γαλλία και το 1874 συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της ομάδας των Ιμπρεσσιονιστών στο Παρίσι,
με τον πίνακα του Impression, soleil levant (Εντύπωση, Ηλιοβασίλεμα).

Ο τίτλος του πίνακα του Μονέ, ενέπνευσε τον κριτικό τέχνης Louis Leroy στην χρήση του όρου Ιμπρεσιονισμός (Impressionism) για πρώτη φορά. Το 1879 πέθανε η σύζυγός του, αφήνοντάς του δυo παιδιά. Τον Απρίλιο του 1883 μετακόμισε στο Ζιβερνύ, ένα χωριό στον ποταμό Επτ, μόλις 65 χλμ μακριά από τη πρωτεύουσα. Εκεί έζησε με την Αλίς Οσεντέ, ερωμένη του από πολλά χρόνια πριν, με την οποία παντρεύτηκε το 1891. Στις δεκαετίες του 1880 και του 1890, ο Μονέ ξεκίνησε να ζωγραφίζει σειρές πινάκων, όλοι βασισμένοι σε ένα κοινό θέμα, το οποίο όμως απέδιδε κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο ή με διαφορετική τεχνοτροπία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πίνακες του, που απεικονίζουν τον προσωπικό του κήπο, στην οικία του στο Ζιβερνύ. Το διάστημα 1883-1908, ταξίδεψε στη Μεσόγειο, γεγονός που τον ενέπνευσε για την δημιουργία μιας σειράς τοπίων. Το 1908 άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα με την όρασή του, αναπτύσσοντας καταράκτες στα μάτια του. Τελικά υποβλήθηκε επιτυχώς σε δύο χειρουργικές επεμβάσεις το 1923, γεγονός που του επέτρεψε να συνεχίσει να ζωγραφίζει. Πέθανε τρία χρόνια αργότερα, το 1926, σε ηλικία 86 ετών στο Ζιβερνύ, ως πλούσιος και αναγνωρισμένος ζωγράφος.



Περισσότεροι Πίνακες

Πιερ Ογκύστ Ρενουάρ



Γεννήθηκε στην πόλη Λιμόζ της Γαλλίας, γιος του ράφτη Λεονάρντ Ρενουάρ και της εργάτριας Μαργκερίτ. Σε ηλικία τριών ετών η οικογένειά του μετακόμισε στο Παρίσι όπου φοίτησε, στα επτά του χρόνια, σε καθολικό σχολείο. Τα βράδια παρακολουθούσε μαθήματα στη Σχολή Σχεδίου και Διακόσμησης. Προς το τέλος της χρονιάς επισκεπτόταν το ατελιέ των αδελφών Λεβί, που όμως λίγο αργότερα έκλεισε κι έτσι στράφηκε προς το ατελιέ του Ζιλμπέρ. Όταν μάζεψε λίγα χρήματα, έδωσε εξετάσεις στη Σχολή Καλών Τεχνών.


Το 1862 γράφτηκε στο ατελιέ των Ερλ Σινιόλ και Μαρκ-Σαρλ-Γκαμπριέλ Γκλέηρ. Εκεί γνώρισε τους Κλωντ Μονέ, Φρεντερίκ Μπαζίλ και Σισλέ. Την ίδια περίοδο, εξασφάλισε άδεια για να αντιγράφει έργα άλλων καλλιτεχνών στο μουσείου του Λούβρου. Δύο χρόνια αργότερα, ο Ρενουάρ ξεκίνησε να εκθέτει έργα του, ωστόσο για αρκετά χρόνια δεν γνώρισε σημαντική αναγνώριση. Μέχρι τον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο πόλεμο του 1870, γύριζε με ένα σακίδιο στον ώμο και έζησε πολύ φτωχικά. Το 1867 ένας πίνακας του με τον τίτλο Λιζ (Lise) έγινε δεκτός στο Σαλόν του Παρισιού. Την περίοδο αυτή, θεωρείται πως ο Ρενουάρ επηρεάστηκε σημαντικά από τον Μονέ, πλησιάζοντας ολοένα και περισσότερο προς τον ιμπρεσιονισμό. Κατά πολλούς, το διάστημα 1870&ndash1883 αποτελεί την λεγόμενη ιμπρεσιονιστική περίοδο του Ρενουάρ. Με τον πόλεμο του 1873 υπηρέτησε στη Φρουρά της Ταρμά, στο Σώμα Πυροβολικού, μα την επόμενη χρονιά αρρώστησε κι αποστρατεύτηκε, επιστρέφοντας έτσι στο Παρίσι. Η πολιορκία του Παρισιού του στέρησε τους φίλους του, καθώς ο Μονέ κι ο Μετρ, αναζήτησαν καταφύγιο στην Αγγλία ενώ ο Μπαζίλ πέθανε. Το 1874 συμμετείχε στην πρώτη έκθεση της ομάδας των ιμπρεσιονιστών. Από μία δημοπρασία έργων του, έλαβε 1.200 φράγκα και εγκαταστάθηκε στη Μονμάρτρη. Το 1876, συναντά έναν εκδότη, ο οποίος τον κάνει πλούσιο. Γνωρίζει τον Εμίλ Ζολά. Τη δεκαετία του 1880, ο Ρενουάρ σταδιακά διαχωρίστηκε από τους υπόλοιπους ιμπρεσιονιστές. Το ατελιέ του, κατασκευάστηκε κοντά σε ένα γαλατάδικο το 1880 και δουλεύοντας στη Μονμάρτη, γνωρίστηκε με την Αλίν Σαριγκό, την οποία παντρεύτηκε. Το 1881 ταξίδεψε στην Αλγερία και κατόπιν στην Ισπανία και την Ιταλία, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Ραφαήλ από το οποίο επηρεάστηκε βαθιά. Το 1884, μαθαίνοντας πως η Αλίν περιμένει το παιδί τους, επέστρεψε για να μείνει κοντά της και την επόμενη χρονιά γεννήθηκε ο γιος τους Πιέρ. Το 1889 συνάντησε τον μηχανικό Άιφελ και περίπου το 1892 άρχισε να αναπτύσσει παραμορφωτική αρθρίτιδα, νόσος που τον βασάνισε μέχρι το θάνατό του. Αντιμετώπισε σημαντικό πρόβλημα παραμορφώσεων στα χέρια ενώ σε πιο προχωρημένο στάδιο, ένας ώμος του καθηλώθηκε εξαιτίας αγκύλωσης, γεγονός που ανάγκασε τον Ρενουάρ να διαφοροποιήσει την τεχνική του. Παρά τις σωματικές του δυσχέρειες, δεν εγκατέλειψε την ζωγραφική. Το 1893 απέκτησε έναν ακόμα γιο, τον Κλοντ. Το 1907 μετακόμισε με την οικογένειά του στην πιο θερμή περιοχή Καν-συρ-Μερ (Cagnes-sur-Mer). Με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, οι δυο γιοι του κατατάχθηκαν στο στρατό και τραυματίστηκαν σοβαρά. Η μητέρα τους τούς επισκέφτηκε, αλλά εξαντλημένη κατά την επιστροφή της, πέθανε το 1915. Το 1919, ο Ρενουάρ επισκέφτηκε το Λούβρο όπου είχε την ευκαιρία να δει δικούς του πίνακες να εκτίθενται μαζί με κλασικά έργα. Πέθανε στις 3 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, σε ηλικία 78 ετών.

Βίνσεντ βαν Γκογκ



Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ γεννήθηκε στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ (Zundert) και ήταν ο πρωτότοκος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, γιος του πάστορα Θεόδωρου βαν Γκογκ. Ήδη από τα πολύ νεανικά του χρόνια παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και πρώιμα ψυχολογικά προβλήματα. Σε ηλικία 16 ετών και αφού είχε ήδη καταπιαστεί χωρίς επιτυχία με αρκετά επαγγέλματα, ασχολήθηκε για ένα διάστημα με το εμπόριο έργων τέχνης, στην εταιρεία Goupilator & Company, όπου τον επόμενο χρόνο προσελήφθη και ο αδελφός του Τεό βαν Γκογκ (Theo van Gogh). Το 1873, η εταιρεία τον μεταθέτει στο Λονδίνο και αργότερα στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή, εντείνεται το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία, επηρεασμένος εμφανώς και από την ιδιότητα του πατέρα του. Αφού απολύεται από την εργασία του το 1876, επιστρέφει στο Άμστερνταμ για να σπουδάσει θεολογία. Οι σπουδές του διαρκούν για περίπου ένα έτος και το 1878 του ανατίθεται μία θέση ιεροκήρυκα στο Βέλγιο και συγκεκριμένα στην υποβαθμισμένη περιοχή Μπορινάζ, όπου λειτουργεί ορυχείο. Ο βαν Γκογκ κηρύτει για περίπου έξι μήνες επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ένδεια των ανθρώπων της περιοχής. Αυτή είναι και η περίοδος κατά την οποία ξεκινά να σχεδιάζει μικρά έργα και πιθανόν αποφασίζει να ασχοληθεί με την τέχνη.
Το 1880, σε ηλικία 27 ετών, ξεικινά να παρακολουθεί τα πρώτα του μαθήματα ζωγραφικής, ωστόσο σύντομα έρχεται σε ρήξη με τον δάσκαλό του, Αντόν Μωβ (Anton Mauve), γύρω από καλλιτεχνικά ζητήματα. Τα επόμενα χρόνια δημιουργεί έργα κυρίως επηρεασμένα από τη ζωγραφική του Ζαν Φρανσουά Μιλλέ (Jean-François Millet), ενώ ταξιδεύει στην ολλανδική επαρχία ζωγραφίζοντας θέματα που εμπνέεται από αυτή. Το χειμώνα του 1885, παρακολουθεί μαθήματα στην Ακαδημία της Αντβέρπης, τα οποία όμως διακόπτονται πολύ σύντομα αφού αποβάλλεται από τον καθηγητή της ακαδημίας Ευγένιο Σιμπέρ (Eugene Siberdt). Παρά το γεγονός αυτό, ο βαν Γκογκ προλαβαίνει να έρθει σε επαφή με την ιαπωνική τέχνη από την οποία και δανείζεται στοιχεία ή πολλές φορές μιμείται την τεχνοτροπία της. Αρκετές από τις προσωπογραφίες του, περιλαμβάνουν επίσης σε δεύτερο πλάνο κάποιο έργο ιαπωνικής τέχνης. Την άνοιξη του 1886 επισκέπτεται το Παρίσι όπου ζεί με τον αδελφό του — επιτυχημένο πλέον έμπορο τέχνης — στην περιοχή της Μονμάρτης, κέντρο της καλλιτεχνικής δραστηριότητας. Κατά την παραμονή του, έρχεται σε επαφή με τους ιμπρεσιονιστές Έντγκαρ Ντεγκά, Καμίλ Πισάρο, Πωλ Γκωγκέν και Τουλούζ Λωτρέκ. Επηρεάζεται σημαντικά από το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και ειδικότερα σε ότι αφορά τη χρήση του χρώματος. Ο ίδιος ο βαν Γκογκ κατατάσσεται περισσότερο στους μετα-ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Χρησιμοποίησε συχνά τεχνικές των ιμπρεσιονιστών αλλά διαμόρφωσε παράλληλα και ένα προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται από την χρήση συμπληρωματικών χρωμάτων που οι ιμπρεσιονιστές αποφεύγουν.

Δύο χρόνια αργότερα, το 1888, ο βαν Γκογκ εγκαταλείπει τη γαλλική πρωτεύουσα και επισκέπτεται τη νότια Γαλλία και την περιοχή της Προβηγκίας. Υπάρχουν αναφορές πως εκεί εμπνέεται από το τοπίο καθώς και την αγροτική ζωή των κατοίκων, θέματα τα οποία προσπαθεί να αποδόσει και στη ζωγραφική του. Την περίοδο αυτή, επινοεί και μία ιδιαίτερη τεχνική των στροβιλισμάτων με το πινέλο ενώ στους πίνακές του κυριαρχούν έντονα χρώματα, όπως κίτρινο, πράσινο και μπλε, με χαρακτηριστικά δείγματα τα έργα Έναστρη νύχτα και μία σειρά πινάκων που απεικονίζουν ηλιοτρόπια. Το έργο Κόκκινο αμπέλι αυτής της περιόδου είναι επίσης το μοναδικό έργο που κατάφερε να πουλήσει ο βαν Γκογκ εν ζωή. Κατά το διάστημα της παραμονής του στην Αρλ, δέχεται και την επίσκεψη του ζωγράφου Γκωγκέν. Ωστόσο, μετά από λίγους μήνες, οι δυό τους διαφωνούν έντονα και λόγω της ασταθούς ψυχικής του υγείας, ο βαν Γκογκ κόβει μέρος του αριστερού του αυτιού καταλήγοντας στο νοσοκομείο της περιοχής. Υπάρχουν ισχυρισμοί πως ο βαν Γκογκ είχε απειλήσει να σκοτώσει τον Γκωγκέν και προέβη στο κόψιμο του αυτιού του αναζητώντας ένα είδος κάθαρσης από τις τύψεις του.
Το 1889 εισάγεται στο ψυχιατρικό κέντρο του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στον Σαιν Ρεμύ, όπου και παραμένει συνολικά για ένα περίπου χρόνο πάσχοντας από κατάθλιψη. Κατά την παραμονή του εκεί, συνεχίζει να ζωγραφίζει. Τον Μάιο του 1890 εγκαταλείπει την ψυχιατρική κλινική και ζει για ένα διάστημα σε μία περιοχή κοντά στο Παρίσι, όπου παρακολουθείται από τον γιατρό Πωλ Γκασέ, στον οποίο είχε συστήσει τον βαν Γκογκ ο ζωγράφος Καμίλ Πισάρο. Στο διάστημα που παρακολουθείται ιατρικά, ο βαν Γκογκ παράγει ένα μόνο έργο, που αποτελεί προσωπογραφία του Γκασέ. Τον Ιούλιο του 1890, ο βαν Γκογκ εμφανίζει συμπτώματα έντονης κατάθλιψης και τελικά αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα. Δεν είναι απολύτως βέβαιο ποιο ήταν το τελευταίο του έργο, αλλά πρόκειται πιθανά για το έργο με τον τίτλο Ο κήπος του Ντωμπινύ ή για τον πίνακα Σιτοχώραφο με κοράκια. Μετά το θάνατο του βαν Γκογκ, η φήμη του εξαπλώθηκε ραγδαία, με αποκορύφωμα μεγάλες εκθέσεις έργων του που πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι (1901), το Άμστερνταμ (1905), την Κολονία (1912), τη Νέα Υόρκη (1913) και το Βερολίνο (1914). Συνολικά δημιούργησε σε διάστημα περίπου δέκα ετών περισσότερα από 800 πίνακες και 1000 μικρότερα σχέδια. Σώζεται ακόμα εκτενής αλληλογραφία του με τον αδελφό του, που περιλαμβάνει περισσότερα από 700 γράμματα.


Καμίλ Πισαρό



O Καμίλ Πισαρό ή Πισάρο (Camille Pissarro, Άγιος Θωμάς, Γαλλικές Αντίλλες, 10 Ιουλίου 1830 – Παρίσι, 13 Νοεμβρίου 1903) ήταν γάλλος ζωγράφος, με συμμετοχή στο κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Χαρακτηρίστηκε ως «πατριάρχης του ιμπρεσσιονιστών», λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του ύφους του, αλλά και κυριολεκτικά, διότι ήταν ηλικιακά ο γηραιότερός τους. Έχει επίσης χαρακτηριστεί ως ο «ζωγράφος της γης» καθώς μέσα από το έργο του, εξιστόρησε — με το δικό του τρόπο — την ζωή των αγρών, τα οργωμένα χωράφια, τα τοπία, τα ζωντανά, τους ανθρώπους και τους κόπους τους, το χωριό που κοιμάται και την πόλη που σφύζει από ζωή.
Γεννήθηκε στις 10 Ιουλίου του 1830, στην αποικία του Αγίου Θωμά, στις Γαλλικές Αντίλλες κι έλαβε τις βασικές σπουδές του εκεί. Σε ηλικία δώδεκα ετών, τον έστειλαν να τις συνεχίσει στη Γαλλία όπου γράφτηκε στο Κολέγιο Πασί, κοντά στο Παρίσι. Επέστρεψε στον Άγιο Θωμά, στα δεκαεπτά του χρόνια, για να εργαστεί μαζί με τον πατέρα του, ο οποίος ήταν έμπορος και ιδιοκτήτης μεγάλης αποθήκης στο λιμάνι Καρολίνα-Μαρία. Αν και είχε πολύ καλές αποδοχές, πάντα αναζητούσε ελεύθερο χρόνο για να ζωγραφίζει, όπως έκανε και στο σχολείο, παραμελώντας τα μαθήματά του.
Το 1852, ο Πισαρό εκμεταλεύτηκε την παρουσία του ζωγράφου Φριτζ Μέλμπυ (Fritz Melbye) στον Άγιο Θωμά, για να ταξιδέψει μαζί του στο Καράκας. Ο πατέρας του, παρά την επιθυμία του να ακολουθήσει ο γιος του την επιχείρησή του και την αντίθεσή του στην ενασχόλησή του με την ζωγραφική, ενίσχυσε οικονομικά το ταξίδι. Ο Πισαρό επέστρεψε στο Παρίσι το 1855, όπου μαθήτευσε στο πλευρό του Ζαν-Μπατίστ Καμίλ Κορό (Jean-Baptiste Camille Corot), ενός τοπιογράφου που τον προέτρεψε να εγκαταλείψει τα ατελιέ και τους κλειστούς χώρους, να ξεχάσει ό,τι ήξερε ή είχε ακούσει μέχρι τότε και να ζωγραφίσει σε ανοιχτούς χώρους. Παράλληλα, ο Πισαρό ήρθε σε επαφή με σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως τον Ντελακρουά.
Το 1859 συμμετείχε στο Σαλόν του Παρισιού με ένα πίνακα, ενώ τις δύο επόμενες χρονιές τα έργα του απορρίφθηκαν. Το 1861 παντρεύτηκε και δύο χρόνια αργότερα, έγινε δεκτός στο Σαλόν των Απορριφθέντων με τρία έργα του. Την ίδια χρονιά γεννήθηκε ο γιός του, Λουσιέν. Τις δύο επόμενες χρονιές, έγινε ξανά δεκτός στο Σαλόν, βρίσκοντας θετική ανταπόκριση από τους τεχνοκριτικούς. Εν τω μεταξύ, από το 1864 διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους Ρενουάρ, Κλωντ Μονέ, Σισλέ, Μπαζίλ και λίγο αργότερα και με τον Εντουάρ Μανέ. Το 1866 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Ποντουάζ, ένα χωριό στην επαρχία Βεξέν. Ο Ζολά επαίνεσε τα έργα του στο Σαλόν της ίδιας χρονιάς, και ιδιαίτερα τις Όχθες του Μάρνη.

Πέρασε δύσκολα χρόνια μέχρι το 1869, καθώς — παρά τις καλές κριτικές — τα έργα του δεν πωλούνταν εύκολα. Την ίδια περίοδο, εγκαταστάθηκε στη Λουβσιέν, στηριζόμενος οικονομικά κυρίως στη γενναιοδωρία των φίλων του. Παρά τις οικονομικές του δυσχέρειες, τα έργα του εκείνης της περιόδου, χαρακτηρίζονται ως πιο ήρεμα, πιο γλυκά και πιο ήπια. Με το ξέσπασμα του Γαλλο-Πρωσσικού Πολέμου κατέφυγε οικογενειακώς στην Αγγλία, στο Σάρεϋ, όπου ζούσε η μητέρα του. Η αγγλική ύπαιθρος, με τα χρώματα και τα τοπία της, επέδρασε πάνω του όπως και οι πίνακες των Κόνσταμπλ και Τέρνερ, που του δίδαξαν πώς να επεξεργάζεται τον φωτισμό.
Το 1871 επέστρεψε στο Ποντουάζ της Γαλλίας, όπου ήρθε σε επαφή με τον Σεζάν. Τα επόμενα χρόνια, άντλησε έμπνευση από τα χρώματα και τα τοπία της κοιλάδας Ουάζ, ενώ παράλληλα συσπειρωνόταν όλο και περισσότερο η ομάδα των ιμπρεσιονιστών. Το 1874 πέθανε η μοναδική του κόρη Ζαν-Ρασέλ, ενώ την ίδια χρονιά, ο ίδιος σημειώνει αποτυχία στην έκθεση που διοργανώνει για όλους τους ιμπρεσιονιστές.
Μετά το 1875, θεωρείται πως άρχισε να γίνεται αντιληπτό το μήνυμα που προσπαθούσε να μεταδώσει μέσα από το έργο του. Επέστρεψε στο Ποντουάζ το 1882 και συμμετείχε σε όλες τις ιμπρεσιονιστικές εκθέσεις — συνολικά εννέα — μέχρι και το 1886. Το 1890 εγκαταστάθηκε στο Ερανί-Μπαζενκούρ λόγω κλονισμένης υγείας. Μέχρι και το 1900 ταξίδευσε πολύ στην Αγγλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία καθώς επίσης και στη Ρουέν και το Παρίσι. Τα τελευταία έργα του θεωρούνται πιο πλούσια και φωτεινά.
Ο Πισαρό πέθανε στο Παρίσι στις 13 Νοεμβρίου (ή κατά άλλους στις 12 Νοεμβρίου) του 1903, σε ηλικία 73 ετών, και ενώ είχε αρχίσει να αναγνωρίζεται το σύνολο του έργου του.


Περισσότεροι πίνακες


Φρεντερίκ Μπαζίλ


Ο Φρεντερίκ Μπαζίλ ήταν Γάλλος ιμπρεσιονιστής ζωγράφος. Γεννήθηκε στο Μονπελιέ από πλούσια μεσοαστή προτεστάντικη οικογένεια. Στα 18 του ξεκινά ιατρικές σπουδές και τρία χρόνια μετά πηγαίνει να τις συνεχίσει στο Παρίσι. Ταυτόχρονα όμως αρχίζει να παρακολουθεί μαθήματα στο ατελιέ του Σαρλ Γκλαίρ, όπου συναντά τους ήδη παρακολουθούντες, Μονέ, Ρενουάρ & Σισλέ. Γίνονται γρήγορα φίλοι, μάλιστα ενισχύεται οικονομικά από τον Μονέ. Περνάνε πολύ χρόνο ζωγραφίζοντας μαζί, στα δάση Φοντενεμπλό, Ονφλέρ και μοιράζονται το ίδιο στούντιο, με τον Μονέ στα 1865 και με τον Ρενουάρ, την επόμενη χρονιά. Προηγουμένως είχε παραιτηθεί των ιατρικών του σπουδών (1864), χάριν της ζωγραφικής.



Από το 1866 κι έπειτα, εκθέτει στο Σαλόν, αλλά και σε άλλα διάσημα στούντιος, πίνακες με τοπία και πορτραίτα φίλων, μελών της οικογένειάς του. Ζωγραφίζει με στυλ που επηρεάστηκε πολύ από τον Μανέ και τον Κουρμπέ. To 1869 o πίνακάς του, Ψαράς Με ΔίχτυΙμπρεσιονισμού. δέχτηκε σκληρή επίθεση. Φιλοτέχνησε ήρεμα τοπία κι οικογενειακές σκηνές, με απαλά, μουντά χρώματα, πράγμα που τον κατέστησε από τους πιο διάσημους αντιπροσώπους του Πρώιμου Το 1870, με το ξέσπασμα του Γαλλο-Πρωσσικού Πολέμου, κατατάσσεται εθελοντικά ως απλός στρατιώτης και σκοτώνεται στο Μπον-Λα-Ρολάντ, πριν ακόμα ο Ιμπρεσιονισμός επικρατήσει ευρύτερα. Ήτανε μόλις 39 ετών.